Τα Ανθεστήρια ήταν μεγάλη αρχαία ελληνική ετήσια εορτή προς τιμήν του Θεού Διονύσου, η οποία τελούνταν στην Αττική και σε πολλές ιωνικές πόλεις. Η Καθαρή Δευτέρα είναι επινόηση του Χριστιανισμού για να ξεχαστεί κάθε τι που σχετίζετε με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, ταυτισμένη με τα Κούλουμα, δηλαδή τη μαζική έξοδο του κόσμου στις εξοχές για τον εορτασμό του, στη φύση. Η γιορτή έχει την ρίζα της σε Διονυσιακό έθιμο. Αυτοί που συμμετείχαν στην τελετή τραγουδούσαν τον «Διθύραμβο», φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (το κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, που ήταν το ιερό φυτό του Διόνυσου. Σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας δεν διαδραματιζόταν τα ίδια δρόμενα. Στην Θράκη ο καλόγερος μεταμφιεζόταν με δέρματα ζώων και με κουδούνια στην μέση. Ο Ζαφείρης ήταν στην Ήπειρο. Δρώμενο στο οποίο ένας υποδύεται τον Ζαφείρη και παριστάνει το νεκρό, ενώ οι υπόλοιποι μαζεύουν λουλούδια, χλόη και φύλλα και τον στολίζουν, ενώ παράλληλα τον μοιρολογούν κρατώντας καλάμια αντί για λαμπάδες. Αφού τελειώσει το μοιρολόι, όλοι φωνάζουν «Σήκου Ζαφείρη, Σήκου!» και ο «νεκρός» ανασταίνεται από το στολισμένο με λουλούδια κρεβάτι του και κυνηγά φωνάζοντας τους άλλους. Οι Μάηδες στο Πήλιο, η Κορδέλα στη Σκύρο, ο βλάχικος γάμος στη Θήβα, η Σούσα στην Αγιάσω της Μυτιλήνης, αλλά και αλλού. Το δε Ψυχοσάββατο στην διάρκεια της αποκριάς, έχει επίσης την ρίζα του, σε παλαιό έθιμο, κατά την εποχή αυτή έπρεπε να εξευμενισθούν, οι νεκροί για να δώσουν καρπό στην γη. Οι παλαιοί κάτοικοι των Αθηνών κατά την εορτή των Ανθεστηρίων, γιόρταζαν τόσο την βλάστηση της φύσης με διονυσιακούς, χορούς και κατανάλωση κρασιού, όσο και την γιορτή των νεκρών και των ψυχών. Η γνωστή μας λαγάνα είναι ο άζυμος άρτος. Το όνομά της προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό λάγανον. Η λαγάνα αναφέρεται ως έδεσμα σε πολλά κείμενα της αρχαιότητας. Ένα από αυτά είναι στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται η φράση λαγάνα πέττετται δηλαδή λαγάνες γίνονται, αλλά και στο έργο Δειπνοσοφισταί του Αθηναίου. Ο Οράτιος δε στα κείμενά του την αναφέρει σαν «το γλύκισμα των φτωχών».